- κατεπαγγελλόμενος
- κατεπαγγέλλομαιmake promisesaor part mid masc nom sgκατεπαγγέλλομαιmake promisespres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπαγγέλλομαι — (Α) 1. υπόσχομαι πολλά ή υπερβολικά ή αναλαμβάνω υποχρεώσεις, δίνω μεγάλες υποσχέσεις («τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος», Αισχίν.) 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κάτι («οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν»,… … Dictionary of Greek